- βαριαναστενάζω
- βαριαναστενάζω, βαριαναστέναξα βλ. πίν. 23
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαριαναστενάζω — αναστενάζω βαθιά … Dictionary of Greek
βαριαναστενάζω — αξα, αναστενάζω από βαθιά, με πολύ πόνο: Τι έχεις και βαριαναστενάζεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρυστενάζω — και βαρια και βαριοστενάζω αναστενάζω βαθιά, βαριαναστενάζω … Dictionary of Greek
βαρυστενάζω — βλ. βαριαναστενάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)